φυμάτων

φυμάτων
φῡμάτων , φῦμα
growth
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βενθοδύτης — ο εχινόδερμο των θερμών θαλασσών με ιώδες χρώμα και δύο σειρές φυμάτων στη ράχη …   Dictionary of Greek

  • προγενεία — η, Ν [προγένειος] προβολή τού γενείου, τής κάτω γνάθου, δηλαδή τής μέσης και κάτω μοίρας τής γενειακής συμφύσεως μεταξύ τού γενειακού ογκώματος τής πρόσθιας επιφάνειας και των γενειακών φυμάτων τού κάτω χείλους …   Dictionary of Greek

  • σύγκλειση — η / σύγκλεισις, είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [συγκλείω] η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγος ἡ σύγκλεισις», Αρρ.) νεοελλ. ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων… …   Dictionary of Greek

  • κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… …   Dictionary of Greek

  • μαμιλάρια — (Mammillaria). Γένος δικοτυλήδονων αγγειοσπέρμων φυτών της οικογένειας των κακτιδών, με περισσότερα από 200 είδη, ιθαγενή του Μεξικού, της Αριζόνας και της νότιας Καλιφόρνιας. Τα φυτά αυτά έχουν σφαιρικό σαρκώδη βλαστό που απολήγει σε μια βάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”